lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άρωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aroma, fragrance, odour, perfume, savour, scent, sickly, smell, zest
άρωμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aróma, pach, parfém, příchuť, voňavka, vůně, zápach
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aroma, duft, geruch, parfüm, wohlgeruch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
aroma, duft, lugt, lukt, parfume
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aroma, fragancia, olor, perfume, viento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arôme, cassolette, fumet, gousset, odeur, parfum, puanteur, saveur, senteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aroma, odore, profumo, puzzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aroma, duft, eim, lukt, teft
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аромат, благоухание, вонь, запах
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arom, doft, lukt, parfym
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aromë, erë, parfum
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аромат, мирис
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вон, духмянасць, пах, смурод
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aroom, lõhn, lõhnaõli
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haju, hajuaine, hajuvesi, katku, lemu, parfyymi, tuoksu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miris, parfem, smrad
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
aroma, illat, illatszer, parfüm, szag
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aromatas, kvapas, kvepalai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aroma, bolor, cheiro, fragrância, odor, perfume
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
aromă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vôňa, zápach
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аромат, букет, вітер, геть, завести, заводити, запах, коліна, он, пахощі, пола, раунд, смак, смердота, сморід, суттєвість, суть, хлебтати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
aromat, perfumy, woń, zapach

Σχετικές λέξεις

άρωμα γυναίκας, άρωμα δρυός, άρωμα ελλάδας, άρωμα σμύρνης, άρωμα βανίλιας, άρωμα γυναίκασ τανγκό, άρωμα νέα σμύρνη, άρωμα ανατολής, άρωμα πηλίου, άρωμα γης