lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έδρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
armchair, cathedral, chair, department, pew, seat
έδρα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dóm, katedra, katedrála, křeslo, lenoška, sedadlo, sedačka, stolec, sídlo, velechrám, židle
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dom, kathedrale, lehnstuhl, lehrstuhl, münster, stuhl
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
departement, dom, domkirke, katedral, lænestol, stol
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asiento, butaca, catedral, cátedra, silla, sillón, sitio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cathédrale, chaire, chaise, dôme, fauteuil, siège, stalle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cattedra, cattedrale, duomo, poltrona, sedere, sedia, sedile, seggio, seggiola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
departement, dom, domkirke, katedral, stol
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кафедра, кресло, собор, стул
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
departement, dom, domkyrka, kateder, katedral
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katedralë, kolltuk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катедрала, кресло, стол
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
крэсла, падстаўка, сабор, стул, я
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
eluvõõras, katedraal, tool, tugitool
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuin, katedraali, nojatuoli, tuoli, tuomiokirkko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katedrala, sjedalo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dobogó, karosszék, katedra, katedrális, szék, székesegyház, tanszék
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
fotelis, katedra, krėslas, kėdė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asmento, assento, cadeira, catedral, cátedra, poltrona, sitio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
catedrală, scaun
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
stol
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
katedrála
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кафедра, сидіння, собор, стілець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
katedra, krzesło

Σχετικές λέξεις

έδρα τράπεζας πειραιώς, έδρα alpha bank, έδρα eurobank, έδρα unesco απθ, έδρα επιχείρησης στα αγγλικά, έδρα εταιρείας, έδρα jean monnet, έδρα τράπεζα πειραιώς, έδρα εοπυυ, έδρα ταχυδρομικού ταμιευτηρίου