lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έτοιμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cheerful, cut-and-dried, disposed, finished, off-the-shelf, on-line, online, prepared, prompt, readied, ready, ready-made, readymade, set, willing, yare
έτοιμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
daný, dobrovolný, hotový, ochotný, přichystat, připravený, připravit, uspořádaný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bereit, bereiten, fertig, gar, klar, parat, perfekt, unverdrossen, vorbereiten, willig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beredt, færdig, klar, parat, rede, tilberede, villig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dispuesto, expedito, listo, preparado, presto, prevenido, pronto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dispos, disposé, fait, préparer, prêt, volontaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disposto, predisposto, preparare, preparato, pronto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beredt, ferdig, klar, parat, rede, villig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
готов, готовый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beredd, färdig, käck, parat, rede, redo, tillreda, villig
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gati
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гатовы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
valmis, valmistuma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valmis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gotov, spreman
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kész
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gatavas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disposto, listo, preparado, prestes, prevenido, pronto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pripravený
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готовий, гідний, дозрілий, доспілий, достиглий, здатний, змужнілий, зробився-верхній, зрілий, ладний, поспілий, приготований, придатний, припадок, підготований, підходити, руки-мене-пагорб, спілий, стиглий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gotowy, gotów, ochoczy

Σχετικές λέξεις

έτοιμος σοβάς, έτοιμος χλοοτάπητας, έτοιμος στόκος, έτοιμος χλοοτάπητας τιμές, έτοιμος σοβάς τιμή, έτοιμος συνώνυμα, έτοιμοσ σοβάσ knauf, έτοιμος χλοοτάπητας τριφύλλι, έτοιμος πουρές πατάτας, έτοιμος αντίθετο