lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ίνδαλμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
billow, blockhead, bonehead, dunderhead, fathead, god, idol, jackass, moron, mumbo-jumbo, nitwit, snowman, twit
ίνδαλμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bůh, bůžek, idol, modla, vlna
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgott, gott, götze, idol, lümmel, schneemann, schwärm, tölpel, welle, woge, wolke
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gud, idol, ås
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dios, ola, oleada, ídolo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dieu, fétiche, idole, manitou, sylvain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dio, iddio, idolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avgud, drummel, gud, idol, snøgubbe, ås
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бог, божок, идол, кумир, снеговик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avgud, drummel, gud, idol, snögubbe, ås
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dallgë, zot
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бог, кумир
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ebajumal, jumal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäjumala
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
idol, val
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bálvány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dievaitis, dievas, stabas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deus, oleada, ídolo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
zeu
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
bog
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
idol
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бог, вал, кумир
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bałwan, bożek, bożyszcze

Σχετικές λέξεις

ίνδαλμα συνώνυμο, το ίνδαλμα