lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα αγγλικά

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (35):
ado, bedlam, chaos, clutter, cluttering, commotion, confound, confusion, crud, derangement, disarray, disorder, disturbance, dysfunction, fuss, havoc, helter-skelter, hugger-mugger, huggermugger, hurry-scurry, lo-do, maze, mess, mix-up, muddle, muss, pell-mell, perturbation, row, shambles, to-do, trouble, turmoil, uproar, welter
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα αγγλικά, ado στα ελληνικά
ακαταστασία στα αγγλικά