lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γέρος στα αγγλικά

Λέξη:
γέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
aged, ancient, antique, crusty, early, elderly, former, has-been, junk, long-time, old, old-time, one-time, onetime, past, pristine, stale
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά γέρος, γέροσ ονειροκρίτησ, γέροσ δημήτρησ, γέρος του μοριά, γέρος της δημοκρατίας, γέρος τα ξύλα που ’εκοψε στην πλάτη κουβαλούσε κι αφού κουράστηκε πολύ το θάνατο καλούσε, γέρος στα αγγλικά, aged στα ελληνικά
γέρος στα αγγλικά