lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευρύνω στα αγγλικά

Λέξη:
διευρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
amplify, broaden, dilate, distend, diversify, elaborate, expand, extend, upsize, widen
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διευρύνω, διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω συνώνυμο, διευρύνω στα αγγλικά, διευρύνω μεταφραση, διευρύνω λεξικο, διευρύνω στα αγγλικά, amplify στα ελληνικά
διευρύνω στα αγγλικά