lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα αγγλικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (31):
adhere, admeasure, administer, administrate, aim, apply, appoint, comply, conduct, control, decree, direct, divert, drive, employ, guide, handle, head, husband, impose, inflict, lead, manage, micromanage, ordain, prescribe, provide, regulate, steer, superintend, use
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα αγγλικά, adhere στα ελληνικά
διοικώ στα αγγλικά