lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα αγγλικά

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (19):
affix, anchor, annoyance, attach, bind, clinch, endear, fasten, fix, hitch, hook, pin, rope, secure, stick, tack, tackle, tag, tether
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα αγγλικά, affix στα ελληνικά
επισυνάπτω στα αγγλικά