lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα αγγλικά

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (7):
advantageous, beneficial, expedient, favourable, fetching, gainful, profitable
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα αγγλικά, advantageous στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα αγγλικά