lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αδιάβροχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cagoule, impermeable, oilskin, rainproof, water-repellent, water-tight, waterproof, watertight
αδιάβροχος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nepromokavý, nepropustný, neprosakující, vodotěsný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wasserdicht
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hidrófugo, impermeable
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imperméable, waterproof, étanche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impermeabile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regnfrakk, vanntett
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водонепроницаем, водонепроницаемый, водопроницаемый, плащ
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vattentät
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
воданепранікальны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sadetakki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepromočiv
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vízhatlan, vízálló
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lietpaltis
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
водонепроникний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nieprzemakalny, wodoszczelny

Σχετικές λέξεις

αδιάβροχος σάκος, αδιάβροχος φακός, αδιάβροχος σοβάς, αδιάβροχος aντάπτορας 12v, αδιάβροχος μουσαμάς, αδιάβροχος στόκος, αδιάβροχος φακός κεφαλής, αδιάβροχος διακόπτης, αδιάβροχος αρμόστοκος