lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αερίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aerate, aerating, air, borehole, scent, ventilate
αερίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
provzdušnit, provětrat, ventilovat, vyvětrat, vyčenichat, větrat, větřit, zvětřit, čichat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgelüftet, lüften, riechen, ventilieren, wittern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lufte, vira, være
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
airear, husmear, olfatear, orear, ventilar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aérer, donner, flairer, halener, ventiler, éventer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aerare, annusare, arieggiare, fiutare, ventilare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lufta, lufte, væra, være
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вентилировать, проветривать, проветрить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lufta, ventilera, vädra
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вентыліраваць, праветрываць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haistaa, tuulettaa, vainuta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arejar, humor, olhadelas, ornear, ventilar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вентилювати, вентилюйте, вітер, завести, заводити, провентилювати, провітрювати, провітріть, підсолодіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przewietrzać, przewietrzyć, wietrzyć