lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αιματηρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bloody, ensanguined, gory, red, sanguinary, sanguine, sanguineous
αιματηρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krevnatý, krevní, krvavý, sangvinický, zkrvavený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blutig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blodig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruento, encarnizado, sangriento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ecchymose, ensanglanté, orange, saignant, saigneux, sanglant, sanguin, sanguinolent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sanguigno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blodig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кровавый, кровопролитный, кровяной, окровавленный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blodig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
крывавы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
verine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szangvinikus, vér, véres, vérmes
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sanguinolento
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
krvavý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кривавий, смертоносний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krwawy