lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αλληλεγγύη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fellowship, solidarity
αλληλεγγύη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
solidarita, solidárnost, vzájemnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
solidarität
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
solidaritet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consistencia, formalidad, solidaridad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solidarité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solidarietà
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
solidaritet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солидарность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanhållning, solidaritet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
салідарнасць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szolidaritás, összetartás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solidariedade
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
solidarita
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солідарність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
solidarność

Σχετικές λέξεις

αλληλεγγύη συνώνυμα, αλληλεγγύη μκο, αλληλεγγύη στα δυτικά, αλληλεγγύη ετυμολογία, αλληλεγγύη σύγχρονη ανθρώπινη μακεδονία, αλληλεγγύη κρήτης, αλληλεγγύη πειραιά, αλληλεγγύη αντώνυμο, αλληλεγγύη για όλους, αλληλεγγύη τζιτζικώστας