lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αλλοδαπός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alien, extraneous, foreign, foreigner, gringo, inorganic, mere, outlandish, remote, strange, stranger, unfamiliar
αλλοδαπός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cizinec, cizorodý, cizozemec, cizák, cizí, divný, podivný, vzdálený, zahraniční, zvláštní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausländer, ausländisch, befremdend, fremd, fremdartig, fremde, fremder
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
besynderlig, egen, fremmed, udenlandsk, udlænding, underlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
advenedizo, ajeno, desconocido, extranjero, extraño, exótico, forastero, gringo, raro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aubain, forain, métèque, rasta, étrange, étranger, étrangler
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alieno, estero, estraneo, forestiere, forestiero, straniero, strano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besynderlig, egen, egendomlig, fremmed, utenlandsk, utlending
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заморский, иноземец, иноземный, инородец, иностранец, иностранный, посторонний, пришлый, странный, чужак, чужаки, чужд, чужды, чуждый, чужеземный, чужой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besynnerlig, egen, egendomlig, främling, främmande, märkvärdig, obekant
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вольны, далёкі, замежны, министерство, непрыхільны, чужаземец, чужаземны, чужы, іншаземны, іншакраінны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
välismaalane, võõras
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kummallinen, tuntematon, ulkomaalainen, vieras
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neobičan, stran, stranac, strankinja, čudan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
idegen, külföldi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
svetimas, svetimšalis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alienígena, ameno, estrangeiro, estranho, excêntrico, extraio, extrínseco, exótico, gringo, raro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
străin
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
čuden
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cudzinec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
далекий, дивний, закордонний, зарубіжний, зовнішній, незнайомий, необізнаний, неорганічний, прибулий, сторонній, чудний, чужий, чужинець, чужоземець, чужою, чужої, чужій, іноземець, іноземний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cudzoziemiec, cudzoziemski, obcokrajowiec, obcy

Σχετικές λέξεις

αλλοδαπός ετυμολογία, αλλοδαπός βίασε 20χρονη στην πρέβεζα, αλλοδαπόσ ορισμόσ, αλλοδαπός διαχειριστής επε, αλλοδαπός στα αγγλικά, αλλοδαπός άδεια εργασίας, αλλοδαπός εταίρος επε, αλλοδαπός ομόρρυθμος εταίρος, αλλοδαπός εργοδότης, αλλοδαπός δάγκωσε αστυνομικό