lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αμάξωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
body, bodywork, chassis, coachwork
αμάξωμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
karosérie, skříň
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufbau, karosserie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
karossen, karosseri
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carrocería
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caisse, carrosserie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carrozzeria, telaio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karossen, karosseri
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кузов
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karossen, karosseri
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kere
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
karosszéria
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
karoseria, nadwozie

Σχετικές λέξεις

αμάξωμα αυτοκινήτου, αμάξωμα σασί, αυτοφερόμενο αμάξωμα, κινητό αμάξωμα