lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αμφιβάλλω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dispute, doubt, impeachment, question, scruple
αμφιβάλλω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nejistota, pochyba, pochybnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anzweifeln, bezweifeln, zweifeln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tvivl, tvivle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dudar, hesitar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doute, douter, désespérer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbio, dubitare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betvile, fortvile, tvil, tvile, tvinla
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betvivla, tvivel, tvivla
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäillä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kétség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
abejoti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
durar, duvidar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
dvomiti
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wątpić

Σχετικές λέξεις

αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω συνωνυμα, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω ή αμφιβάλλω, αμφιβάλλω english, αμφιβάλλω λεξικο, αμφιβάλλω αντωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω προστακτική