lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανήμπορος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baffled, forlorn, helpless, impotent, infirm, powerless, toothless
ανήμπορος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezmocný, bezradný, churavý, impotentní, neduživý, nemohoucí, zmatený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hilflos, kraftlos, machtlos, ohnmächtig, ratlos, unvermögend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kraftløs, magtesløs, rådløs, snak
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alicaído, desvalido, exangüe, impotente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adynamique, embarrassé, flasque, impuissant, infirme, languissant, perplexe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impacciato, impotente, perplesso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelpeløs, kraftløs, maktesløs, matt, orkesløs, rådløs, rådvill, svak, ubehjelpelig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспомощен, беспомощный, бессилен, бессильный, немощный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjälplös, kraftlös, orkeslös, rådlös, rådvill, utlevad, vanmäktig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бездапаможны, бяссільны, нядужы, слабы, хворы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
impotentti, voimaton
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyámoltalan, tanácstalan, tehetetlen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desamparado, desvalido, impotente
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
bezmocný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безпомічний, безпорадний, безсилий, безсильний, блідий, зблідлий, кволий, немічний, неспроможний, нехитрий, нікчемний, слабий, слабкий, тьмяний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bezradny, bezsilny

Σχετικές λέξεις

ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος λεξικο, ο ανήμπορος