lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναγκαιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adversity, destitution, exigency, hankering, hardship, misery, necessary, necessity, need, penury, poorer, poverty, requirement, sufferance, use, want
αναγκαιότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bída, chudoba, chudost, mizérie, nedostatek, nezbytnost, nouze, nutnost, nuzota, nárok, potřeba, potřebnost, požadavek, scházet, ubohost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anforderung, armut, bedarf, bedürfnis, elend, erfordernis, jammer, not, notfall, notwendigkeit, unheil, verlangen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
armod, behov, behøve, elendighed, fattigdom, nød, nødvendighed, trang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprieto, apuro, desdicha, estrechez, indigencia, menester, mezquindad, miseria, necesidad, penuria, pobreza, precisión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
besoin, dèche, exigence, falloir, indigence, misère, mouise, nécessité, pauvreté, purée, savate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisogno, carestia, esigenza, indigenza, miseria, necessità, occorrenza, povertà, squallore, stento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
armod, behov, behøvelig, elendighet, fattigdom, forutsetning, nød, nødvendighet, trang
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бедность, горе, надо, необходимость, нищета, нужда, потребность, предпосылка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behov, behövlig, behövlighet, elände, fattigdom, nöd, nödvändig
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедност, необходимост, нужда
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
беднасць, неабходнасць, патрэбнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaesus, vajadus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätä, kurjuus, köyhyys, pakko, tarpeellisuus, tarve, vaatimus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeda, potreba, siromaštvo, zahtjev
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szegénység, szükség, szükséglet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
poreikis, skurdas, skurdumas, vargas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apuro, indigência, menestrel, miséria, necessidade, pobreza
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
necesitate, nevoie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
potreba
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chudoba
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бідність, вимога, жахливий, жебрацтво, злидень, злидні, негаразди, необхідність, нестатки, нестаток, нещастя, нужда, потреба, потребу, протока, розрідженість, убозтво
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bieda, potrzeba

Σχετικές λέξεις

αναγκαιότητα και περιεχόμενο επιμόρφωσης διευθυντών σχολικών μονάδων μια διερευνητική μελέτη, αναγκαιότητα συνώνυμο, αναγκαιότητα του προϋπολογισμού λειτουργίας μίας επιχείρησης, αναγκαιότητα κριτικής ικανότητας, αναγκαιότητα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, αναγκαιότητα και σκοπιμότητα του επιχειρηματικού σχεδίου, αναγκαιότητα διοίκησης, αναγκαιότητα της τέχνης, αναγκαιότητα νοσηλευτικήσ διοίκησησ, αναγκαιότητα δια βίου μάθησης