lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναισθητοποιώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anaesthetize
αναισθητοποιώ
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dormir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anesthésier, assoupir, endormir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addormentare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bedøve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усыпить
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elaltat, elaltatni, lefektet
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uśpić