lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανακούφιση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abatement, alleviation, allowance, appeasement, assuagement, attenuation, comfort, consolation, liberalization, mitigation, modification, relaxation, relief, remission, respite, solace
ανακούφιση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odlehčení, oslabení, snížení, tlumení, ulehčení, zeslabení, zmenšení, zmírnění, zředění, úleva, útěcha
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erleichterung, ermäßigung, linderung, milderung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lettelse, lise
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aliviar, alivio, atenuación, bonificación, consuelo, desahogo, descuento, solaz, sosiego
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adoucissement, allégeance, allégement, atténuation, baume, facilité, mitigation, palliation, quel, radoucissement, soulagement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attenuazione, sollievo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lettelse, lisa, lise
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
льгота, облегчение, одолжение, послабление, смягчение, успокоение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lisa, lättnad
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
палёгка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helpotus, huojennus, kevennys, lievennys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ublaženje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
engedmény, enyhülés, kedvezmény, könnyítés, megkönnyebbülés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alivio, alívio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
úľava
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допомога, заспокоєння, звільнення, полегшення, підкріплення, розмаїтість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ukojenie, ulga, złagodzenie

Σχετικές λέξεις

ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από ωτίτιδα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση από πονόλαιμο, ανακούφιση από αιμορροίδες, ανακούφιση από πονόδοντο, ανακούφιση από πόνο στη μέση, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση από πόνους περιόδου