lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναπνέω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breath, breathe, heavily, respire, suspire
αναπνέω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dech, dýchat, oddechnout, vdechovat, vydechovat, vánek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atmen, schöpfen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pust, puste, ånde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alentar, aliento, espirar, respiración, respirar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
respirer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alito, etere, fiatare, lena, respirare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
andas, pust, puste, ånde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дышать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andas, andning, pust
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frymë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъх
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hingama, hingamine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hengittää, hengitys, henki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dah, disati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fellélegezni, lihegni, lélegezni, lélegzet, lélegzik
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kvapas, kvėpuoti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alentar, respirar, respiraria, respiração
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віяти, дихати, дихніть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oddychać

Σχετικές λέξεις

αναπνέω tattoo, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω