lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αντιδρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
react, respond
αντιδρώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
reagovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reagieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
reagere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reaccionar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réagir, répond
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reagire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reagere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прореагировать, реагировать, среагировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reagera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рэагаваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
reageerima
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reaccional
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
reagovať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відноситись, відповідати, відповісти, відреагувати, прореагувати, реагувати, реагуйте, розповідати, розповісти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
reagować, zareagować

Σχετικές λέξεις

αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο