lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απελπισμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abysmal, baneful, desperate, distressful, distressing, forlorn, hopeless, hopelessness, useless
απελπισμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
beznadějný, zoufalý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aussichtslos, heillos, hoffnungslos, trostlos, verzweifelt, verzweifelter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
desperat, hårløs
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desesperado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désespérant, désespéré
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disperato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
desperat, hoppløs, håpløs
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безвыходный, безнадежен, безнадежный, безнадёжный, обречен, обреченный, обречённый, отчаянный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
desperat, hopplös, håglös, ohjälplig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адчайны, роспачны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epätoivoinen, lohduton
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
reménytelen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aventurado, desesperado, valentona
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безнадійний, безрозсудний, відважний, відчайдушний, завзятий, запеклий, необачливий, необачний, нерозважливий, нерозважний, нерозсудливий, розпачливий, смутний, сумний, сумувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
beznadziejny, desperacki, rozpaczliwy

Σχετικές λέξεις

απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος μεταφραση