lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απεριόριστος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
all-embracing, boundless, immeasurable, immense, implicit, limitless, limpness, unbounded, unlimited
απεριόριστος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezmezný, nekonečný, neohraničený, neomezený, nesmírný, nezměrný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bodenlos, grenzenlos, maßlos, schrankenlos, unerledigt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desmedido, desmesurado, ilimitado, infinito
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
démesuré, illimité, infini
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illimitato, sconfinato, smisurato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grenseløs, ubegrenset
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безграничен, безграничный, беспределен, беспредельный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gränslös, hejdlös
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бязмежны, бяскрайні
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
beskrajan, neograničen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
határtalan, végtelen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desmedido, desmesurado, enorme, ilimitado, infinito
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безмежний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bezgraniczny

Σχετικές λέξεις

απεριόριστος συνώνυμα