lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποβιβάζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alight, debark, debus, detrain, discharge, disembark, land, load, off-load, offload, unload, wreak
αποβιβάζομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ospravedlnit, přistát, přistávat, vybíjet, vybít, vyklopit, vykládat, vylodit, vyložit, vyprázdnit, vystoupit, vystupovat, zprostit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abladen, ausladen, entladen, landen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fange, lande
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aterrizar, descargar, desembarcar, deshinchar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoster, atterrir, débarder, débarquer, décharger, déchaîner, déverser, effluver, terrir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
approdare, atterrare, sbarcare, scaricare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landa, lande
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высадить, высаживать, приземлить, приземлять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
landa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbres
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зараджаць, набіваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ladata, laskeutua
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
feltölt, kikötni, kirakni, partra, rakni, rakodni, szállni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aterrar, carga, carregar, desembarcar, embarcar, incumbir
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ateriza
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видаток, головний, заряд, заряджати, заряджений, звинуватити, звинувачення, звинувачувати, найкращий, обвинувачення, первинний, первісний, перший, постріл, початковий, призначати, призначити, рука, стрілець, ціна
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
lądować, wylądować, wyładowywać

Σχετικές λέξεις

αποβιβάζομαι αγγλικα