lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποπληξία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apoplexy
αποπληξία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mrtvice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
apoplexie, insult, schlag, schlaganfall, stoß
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
apopleksi, hjerteslag
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apoplejía, congestión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apoplexie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apoplessia, ictus
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apopleksi, hjerteslag
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
апоплексия, удар
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апаплексія, удар
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halvaus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kap
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csapás, ütés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acampando, acometida, apoplexia, choque, impulso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zdvih
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апоплексія, бити, бокс, брикати, брикатися, брила, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, висувати, висуватися, висунути, висунутися, вражати, вразити, відкриття, віяти, гідний, дмухати, дмухнути, дути, зарубка, збирати, здатний, зібрати, зірвати, касир, клеймо, коробка, котлета, куля, ложа, ляпати, набирати, набрати, обліковець, оповідач, пересувати, пересунути, плескати, подути, поштовх, приголомшити, приголомшувати, придатний, припадок, просувати, просуватися, просунути, просунутися, підбирати, підплигування, підходити, підібрати, розбийте, рубати, скринька, скриня, скупчувати, страйк, страйкувати, струс, стусан, удар, укладати, укласти, шаткувати, шок, шокувати, штовхати, штовхнути, ящик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
apopleksja, udar

Σχετικές λέξεις

αποπληξία λεξικό, αποπληξία υπόφυσης, αποπληξία ετυμολογία, αποπληξία τι σημαινει, αποπληξία τι ειναι, αποπληξία βικιπαίδεια, αποπληξία τησ υπόφυσησ, αποπληξία english, αποπληξία ορισμος, εγκεφαλική αποπληξία