lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απρόσβλητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foolproof, hardy, immune, impervious, insusceptible, leisure, proof, resilient, resistant, resistible, stanch, tolerant
απρόσβλητος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odolný, otužilý, pevný, stálý, vytrvalý, vzdorující
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fest, immun, widerstandsfähig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bestandig, immun
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impasible, inmune, resistente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
immunisé, invulnérable, rustique, résistant, travaux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immune, resistente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestandig, immun, uimottakelig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выносливый, невосприимчивый, устойчивый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beständig, immun
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
immúnis, védett
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resistente
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odporny

Σχετικές λέξεις

απρόσβλητος συνώνυμα