lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αρνησικυρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
veto
αρνησικυρία
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veteranen, veto
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вето
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вето
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vétó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
veto
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
weto

Σχετικές λέξεις

αρνησικυρία συνωνυμο, αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία τι είναι, λαϊκή αρνησικυρία, αναβλητική αρνησικυρία