lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ασκώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drill, exercise, exert, practise, rehearse, train
ασκώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cvičit, provozovat, provádět, vycvičit, vykonávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrichten, auswirken, ausüben, beeindrucken, exerzieren, trainieren, üben
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dressere, skole, øve
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adiestrarse, amaestrar, causar, ejercer, ejercitar, ensayar, impresionar, practicar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discipliner, exercer, vocaliser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addestrare, allenare, esercitare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dressere, eksersere, eksersis, skole, trene, trimme, træna, utøve, øve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оказывать, упражнять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
motionera, träna, öva, övre
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoittaa, käyttää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyakoroltatni, kiválasztani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ensaiar, exercer, exercitar, treinar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wywierać, ćwiczyć

Σχετικές λέξεις

ασκώ βέτο, ασκώ συνώνυμα, ασκώ αγγλικά, ασκώ το δίδειν, ασκώ έφεση, ασκώ πίεση αγγλικά, ασκώ ή εξασκώ, ασκώ επάγγελμα, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ αγωγή