lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυτόνομος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autonomic, autonomous, offline, standalone
αυτόνομος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
autonomní, samosprávný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autonom, selbstständig, selbständig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autonómico, autónomo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autonome
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autonomo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автономен, автономный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аўтаномны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsenäinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
autonóm
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
autónomo, independente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автономний, нетовариський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
autonomiczny

Σχετικές λέξεις

αυτόνομος οικοδομικός οργανισμός αξιωματικών, αυτόνομος θερμοστάτης με χρονοδιακόπτη, αυτόνομος αισθητήρας φωτισμού, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος θύλακας τσουκότκα, αυτόνομος δημοκρατία της βορείου ηπείρου, αυτόνομος οργανισμός εργατικής κατοικίας, αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος σημασία, αυτόνομος συναγερμός