lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαθμίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
degree, extent, grade, level, mark, rank, stair, standard, step
βαθμίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hladina, hodnost, libela, míra, patro, postavení, pořadí, rovina, schod, stupeň, stupátko, třída, známka, úroveň, řada, šarže
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auftritt, charge, grad, niveau, note, rang, staffel, studium, stufe, treppe, treppenstufe, tritt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
etape, grad, højde, karakter, niveau, rang, stadsdel, steg, trappe, trin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escalón, estribo, grada, grado, marco, nivel, nota, rango, tasa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
degré, grade, gradin, lieutenance, marche, marchepied, niveau, note, période, rang, stade, superlatif, taux, échelon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fila, gradino, grado, livello, rango, riga, scalino, schiera
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betyg, etappe, grad, hakk, karakter, monn, rang, stadsdel, steg, trappetrinn, trinn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
балл, градус, звание, подножка, ряд, степень, ступень, уровень
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betyg, grad, karakter, mån, rang, stadsdel, steg, trion
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gradë, shkallë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градус, стандарт
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
градус, прыступка, стопень, ступень
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kraad
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvoasema, arvoaste, askelma, aste, jono, porras, rivi, taso
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stupanj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fok, mérték, osztályzat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
laipsnis, laiptelis, lygis, lygmuo, pakopa, pažymys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
classe, degrau, escada, escalão, fila, fileira, grada, grado, graduação, grau, linha, marco, nível, pedalo, posto, ranjo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
stupeň
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висота, височина, вишикувати, вишикуватися, градація, градус, звання, зріст, категорія, кидати, кидок, кинути, клас, класифікувати, крок, крокувати, курс, луска, лущити, лущитися, масштаб, міра, нахил, норма, оцінити, оцінювати, падіння, потужність, пропорція, протяжність, піднятися, підніматися, розглянути, розмір, розряд, розташовувати, розташувати, розцінка, ряд, ставка, степінь, ступати, ступінь, схил, східці, тариф, хода, ціна, чин, швидкість, шикувати, шикуватися, шкала, щабель
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
stopień

Σχετικές λέξεις

βαθμίδα πίνακα, βαθμίδα εκπαίδευσης, βαθμίδα lorentz, βαθμίδα αγγλικά, βαθμίδα english, βαθμίδα θερμοκρασίας, βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή, γεωθερμική βαθμίδα, οξειδωτική βαθμίδα, εκπαιδευτική βαθμίδα