lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαλίτσα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bag, briefcase, case, portmanteau, suitcase, valise
βαλίτσα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
koš, kufr
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handkoffer, koffer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
håndkuffert, kuffert
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
baúl, maleta, maletín
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cantine, malle, troue, trousse, valise
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
astuccio, valigia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
koffert, væska
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чемодан
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kappsäck, koffert, väska
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
valixhe
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
чамадан
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkalaukku
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bőrönd
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baú, maleta
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kovček
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kufor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багажник, валіза, валізу, випадок, діло, коробка, корпус, мішок, нагода, потік, скриня, справа, стовбур, сумка, торба, торбина, футляр, чемодан, чохол
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
walizka

Σχετικές λέξεις

βαλίτσα καμπίνας, βαλίτσα εργαλείων, βαλίτσα ταξιδιού, βαλίτσα delsey, βαλίτσα ονειροκρίτης, βαλίτσα για μαιευτήριο, βαλίτσα όνειρο, βαλίτσα τρόλευ zc 930 diplomat, βαλίτσα rcm, βαλίτσα αισθητικής