lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαφτίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baptise, baptize, christen
βαφτίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
křtít, pokřtít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
getauft, taufen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
døve
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bautizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baptiser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battezzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
døpe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крестить, окрестить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
döpa
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
хрысціць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megkeresztel, megkeresztelni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baptizar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
boteza
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрестити, хрестіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chrzcić, ochrzcić

Σχετικές λέξεις

βαφτίζω ονειροκριτης