lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γράσο στα βουλγαρικά

Λέξη:
γράσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
мъж, съпруг, смазка
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά γράσο, γράσο χαλκού, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο τιμή, γράσο στα ρούχα, γράσο σιλικόνης, γράσο στα βουλγαρικά, мъж στα ελληνικά
γράσο στα βουλγαρικά