lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα βουλγαρικά

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (9):
експеримент, опитвам, образец, повторение, репетиция, пример, стандарт, тип, формула
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα βουλγαρικά, експеримент στα ελληνικά
δοκιμάζω στα βουλγαρικά