lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα γαλλικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
défectible, défectif, défectueux, estropié, handicapé, illégal, impotent, infirme, insignifiant, invalide, mal, morte-paye, nul, oblat
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα γαλλικά, défectible στα ελληνικά
ανάπηρος στα γαλλικά