lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα γαλλικά

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (25):
argumenter, commander, convaincre, déguster, démontrer, essayer, exhiber, faveur, goûter, indiquer, justifier, manifester, montre, montrer, prouver, préluder, représenter, ressayer, savourer, signaler, tenter, tâter, témoigner, éprouver, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα γαλλικά, argumenter στα ελληνικά
αποδεικνύω στα γαλλικά