lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα γαλλικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
dominer, prédominer, commander, gourmander, gouverner, maîtriser, régner, surveiller, trôner, prévaloir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα γαλλικά, dominer στα ελληνικά
δεσπόζω στα γαλλικά