lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα γαλλικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (20):
admettre, adopter, agréer, approuver, apprécier, avouer, complimenter, confirmer, entériner, estimer, fort, glorifier, goûter, homologuer, louer, qualifier, ratifier, reconnaître, sanctionner, valider
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα γαλλικά, admettre στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα γαλλικά