lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα γαλλικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (22):
ausculter, cherche, chercher, confesser, examiner, explorer, fouiller, inspecter, interroger, observe, observer, questionner, quérir, quêter, recherche, rechercher, sasser, scruter, sonder, spéculer, trouver, étudier
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα γαλλικά, ausculter στα ελληνικά
ερευνώ στα γαλλικά