lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα γαλλικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
abreuvement, essanger, humecter, imbiber, infuser, javeler, macérer, mouiller, pisser, rincer, rouir, tremper
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά μουσκεύω, μουσκεύω στα γαλλικά, abreuvement στα ελληνικά
μουσκεύω στα γαλλικά