lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα γαλλικά

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (13):
appuyer, bander, comprimer, embrasser, enlacer, pincer, presser, resserrer, rétreindre, serre, serrer, éteindre, étreindre
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα γαλλικά, appuyer στα ελληνικά
σφίγγω στα γαλλικά