lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γενιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascendance, engender, generation, procreation
γενιά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
generace, generování, plození, pokolení, tvoření
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebären, generation, geschlecht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
generation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generación, parir, procreación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clan, enfantement, génération, part, procréation, tribu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
generasjon, ledd, årskull, ætt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
генерация, поколение, рождение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generation, ledd, släkte, ätt, årskull
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поколение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пакаленне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põlvkond
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukupolvi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
generáció, nemzedék
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
karta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geração
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
генерація, покоління, рід, спуск, спускання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
generacja, pokolenie, rodzenie

Σχετικές λέξεις

γενιά του 30, γενιά του χάους, γενιά υ, γενιά του χάους — ο χορός της σιωπής, γενιά του 1880, γενιά του 1920, γενιά των 592 cast, γενιά χ, γενιά του μίσους, γενιά του πολυτεχνείου