lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα γερμανικά

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
aufruhr, chaos, durcheinander, kram, störung, tohuwabohu, trubel, unordnung, verwechslung, verwirrung, wirrwarr
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα γερμανικά, aufruhr στα ελληνικά
ακαταστασία στα γερμανικά