lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα γερμανικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
albern, behinderte, fehlerhaft, gebrechlich, invalide, körperbehinderter, nichtig, null, ungültig, unwichtig, verkrüppelt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα γερμανικά, albern στα ελληνικά
ανάπηρος στα γερμανικά