ανεκτίμητος στα αγγλικά ανεκτίμητος στα τσεχική ανεκτίμητος στα δανική ανεκτίμητος στα ισπανικά ανεκτίμητος στα γαλλικά ανεκτίμητος στα ιταλικά ανεκτίμητος στα νορβηγικά ανεκτίμητος στα ρωσικά ανεκτίμητος στα λευκορωσίας ανεκτίμητος στα ουγγρική ανεκτίμητος στα πολωνική
ανακαλύπτω στα ουκρανικά λαμβάνω στα ουκρανικά αυτοπεποίθηση στα νορβηγικά ευγενικός στα ιταλικά θεία στα γαλλικά
αυτοπεποίθηση ορισμός ανακαλύπτω συνώνυμα ευγενικός στα ιταλικά θεία πρόνοια λαμβάνω υπόψη