lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γράσο στα γερμανικά

Λέξη:
γράσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
ehemann, fett, gatte, gemahl, mann, schmalz, schmiere, schmierfett, schmiermittel, schmierstoff, schmuck, schweinefett, schweineschmalz
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γράσο, γράσο χαλκού, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο τιμή, γράσο στα ρούχα, γράσο σιλικόνης, γράσο στα γερμανικά, ehemann στα ελληνικά
γράσο στα γερμανικά