lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευρύνω στα γερμανικά

Λέξη:
διευρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
auftreiben, auslassen, erweitern, verbreiten, ausdehnen, ausweiten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διευρύνω, διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω συνώνυμο, διευρύνω στα αγγλικά, διευρύνω μεταφραση, διευρύνω λεξικο, διευρύνω στα γερμανικά, auftreiben στα ελληνικά
διευρύνω στα γερμανικά