lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα γερμανικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
aburteilen, annehmen, ansiedeln, beurteilen, denken, einsetzen, etwas, geglaubt, gemeint, glauben, meinen, richten, schätzen, setzen, urteilen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα γερμανικά, aburteilen στα ελληνικά
δικάζω στα γερμανικά